Ποίηση και πολιτική

13 05 2009

Του ΑΛΕΚΟΥ ΑΛΑΒΑΝΟΥ από την ΑΥΓΗ

avgiiii(2)_highΗ συζήτηση ξεκίνησε με πολύ «βία». Αλλά δεν ήταν κενή περιεχομένου.

Σε μια χώρα η συμβολική σταθερά, μαζί με τη σημαία, είναι ο Εθνικός Ύμνος. Το πολίτευμα εξελίσσεται. Η ιστορία έχει πολλαπλές αναγνώσεις. Το νόμισμα μπορεί να είναι κοινό με άλλους. Οι γλώσσες μπορεί να είναι διαφορετικές.

Οι δυο πρώτες στροφές του Ύμνου εις την Ελευθερίαν είναι ίσως το πρώτο ποίημα που μαθαίνουμε από μικρά παιδιά. Και είναι, ταυτόχρονα, το πιο επίσημο κρατικό κείμενο, μαζί με το Σύνταγμα, χωρίς μάλιστα να αναθεωρείται.

Κι όμως. Η ανάγνωση της πρώτης στροφής του από τον ΣΥΡΙΖΑ μέσα στη Βουλή οδήγησε σε μια συζήτηση και συγκρουσιακή και φανατική και πλούσια και χρήσιμη και βαθιά. Και σε καφενεία και σε γεύματα διανοουμένων. Και στις πολιτιστικές σελίδες εφημερίδων και σε δημοφιλείς εκπομπές της τηλεόρασης. Και ιδιαίτερα στο Διαδίκτυο. Για κάτι που εθεωρείτο από τους πάντες αυτονόητο, χωρίς όμως, εν τέλει, να είναι.

Το περιστατικό πήρε αυτές τις απρόσμενες διαστάσεις, γιατί άγγιξε τον υπερευαίσθητο χώρο των σχέσεων ποίησης και πολιτικής. Κι αξίζει να μας οδηγήσει σε μερικές σκέψεις που προκάλεσε.

Α. Η κοινή καταγωγή πολιτικής και ποίησης

Από πολλούς αμφισβητήθηκε το δικαίωμα της πολιτικής να προσφεύγει στην ποίηση. Να «χρησιμοποιεί» τον Εθνικό Ύμνο ως επιχείρημα ή ατάκα. Είναι ασέβεια, είναι σφετερισμός, λένε. Η πολιτική κινείται στο χώρο του ρεαλιστικού. Στην καθημερινότητα. Είναι εφήμερη. Η ποίηση κινείται στο χώρο των συμβόλων. Είναι αιώνια. Είναι αμόλυντη. Είναι ουδέτερη. Έτσι λένε.

Μια τέτοια άποψη δεν αντιστοιχεί στη γενεαλογία ούτε της ποίησης ούτε της πολιτικής. Αυτό είναι ιδιαίτερα οικείο σε μια χώρα όπως η Ελλάδα. Ο Όμηρος έγραψε για έναν πόλεμο. Η ποίηση του Τυρταίου γίνεται όπλο για να νικήσουν οι Σπαρτιάτες τους Μεσσήνιους. Ο Σόλωνας «είναι ο πρώτος Έλλην που χρησιμοποίησε την ποίηση ως όργανο πολιτικής σκέψεως», κατά τον Κωνσταντίνο Τρυπάνη. Ο Αρχίλοχος, τολμηρός, αντιηρωικός, ειρηνιστής: «Τι με νοιάζει, ας πάει να χαθεί», γράφει για την ασπίδα του που κατέληξε στα χέρια ενός εχθρού.

Μέσα στους αιώνες, ποίηση και πολιτική έκαναν το δικό τους, ξεχωριστό αλλά και κοινό ταξίδι. Η σχέση τους δεν ανάγεται μόνο στην καταγωγή, στους κοινούς προγόνους. Επιβεβαιώνεται κατά καιρούς και κατά τόπους με έναν εκρηκτικό τρόπο. Με τον Ακάθιστο Ύμνο, με τον Σολωμό, με τον Ρίτσο. Με τον Γκαίτε, με τη Μασσαλιώτιδα, με τον Μαγιακόφσκι.

Υπάρχει μια μόνιμη σχέση, ένας κοινός τόπος, μια εφαπτόμενη ζώνη ανάμεσα σε ποίηση και πολιτική. Όσο και να αποκαλείται «τέχνη του εφικτού», η πολιτική έχει ανάγκη τη μαγεία, την ουτοπία, τον συναισθηματισμό, την ευαισθησία που συναντούμε στην ποίηση. Αλλά και η ποίηση, στον βρώμικο κοινωνικό χώρο όπου διεξάγονται σκληρές ή ευτελείς και ιδιοτελείς πολιτικές αντιπαραθέσεις, διεισδύει με τόλμη, διαπερνά τα πιο σκοτεινά σημεία, τρέφεται το ριζικό της σύστημα και βγαίνουν άνθη του κακού ή του καλού.

Όσο ευρύτερος είναι ο κοινός τόπος, τόσο το καλύτερο για την πολιτική. Βγαίνει από το κέλυφος της στειρότητας και της επαναληπτικότητας. Η ομιλία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ στην Ουάσιγκτον είναι αδιαμφισβήτητη μαρτυρία. Αυτό, βέβαια, ίσως να είναι χειρότερο για την ποίηση. Όμως η σχέση είναι αντιφατική, δύστροπη, συγκρουσιακή και κάποτε επικίνδυνη.

Β. Οι παγίδες της πολιτικής εκμετάλλευσης της ποίησης.

Πριν τελειώσει καλά-καλά η συζήτηση στη Βουλή, είχε ξεκινήσει η μάχη των μπλογκ. Μια πανστρατιά των ιστοσελίδων της ακροδεξιάς για τον ΣΥΡΙΖΑ και τα ηγετικά του στελέχη, που δεν γνωρίζουν τον Εθνικό Ύμνο. Ταυτόχρονα, μια έντονη συμμετοχή και από τα αριστερά. Λιγότερο φανατισμένη. Πιο προβληματισμένη. Με μια αγωνία μήπως ο ομιλητής είχε πέσει σε παγίδα.

Άλλο η συνάντηση, η επαφή πολιτικής και ποίησης. Άλλο η λεηλασία, η κυρίευση, ο εκμηδενισμός της δεύτερης από την πρώτη. Η προσέγγιση της ποίησης όχι στη βάση της αμοιβαίας αυτονομίας, αλλά στη βάση της κομματικής ιδιοτέλειας και της ευκαιριακότητας. Αυτό είδαμε τις πρώτες μέρες με την επίθεση στο ΣΥΡΙΖΑ και με την γρήγορη και πρόχειρη επιλογή κάποιων τηλεοπτικών δελτίων.

Όλα αυτά έφεραν στο νου καταστάσεις που ξέρουμε από την ιστορία της λογοτεχνίας. Ανάδειξη, ως κεντρικού αξιολογικού κριτηρίου, της λογοτεχνίας της υποδούλωσής της σε πολιτικούς στόχους κι όχι της αισθητικής της αξία. Επιβολή στο χώρο της τέχνης του πολιτικού αξιώματος «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Η αλλαγή ακόμα και της ορθογραφίας, η απάλειψη ή η αυθαίρετη ερμηνεία λέξεων, η παράδοση βιβλίων στην πυρά, η εξαφάνιση συγγραφέων από τα βιβλιοπωλεία είναι εικόνες από τη συλλογή των βιασμών της πολιτικής σε βάρος της ποίησης, όπως και της επιστήμης.

Αυτές παρουσιάζονται σε κάθε καθεστώς και σε κάθε δύναμη που έχει εγκαταστήσει ή τείνει στον αυταρχισμό. Και, δυστυχώς, τέτοια φαινόμενα έχουν αναδειχθεί και στο ρεύμα της κοινωνικής απελευθέρωσης που έδωσε και πήρε έμπνευση από την τέχνη. Η εποχή της άνθησης του Πικάσο, του Μπρετόν, του Ελυάρ του Αραγκόν ήταν η ίδια εποχή με τις διώξεις της Αχμάτοβα, του Πάστερνακ, του Μπουλγκάκοφ, του Μπαχτίν.

Για μας είναι σαφές: Άλλο ο δημιουργός και άλλο η δημιουργία. Άλλο «κομματικό βιβλιάριο» έχει ο πρώτος, άλλο η δεύτερη. Η Πείνα του Κνουτ Χάμσουν παραμένει συγκλονιστικό έργο, παρά το γεγονός ότι ο συγγραφέας της χάρισε το βραβείο Νόμπελ στον Γκαίμπελς. Το ίδιο και τα ποιήματα του Έζρα Πάουντ, παρότι υποστηρικτής του Μουσολίνι.

Η Αριστερά γνωρίζει πια πολύ καλά, από την υπόθεση του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, ότι σε κανέναν δεν έχεις δικαίωμα να επιβάλλεις τη στρατευμένη τέχνη. Η τέχνη είναι για την τέχνη, είναι για την αγάπη, είναι για τον παράδεισο ή την κόλαση, είναι και για τη στράτευση, είναι για την πολιτική, εφόσον η ίδια το επιλέξει.

Γ. Η αποδόμηση της πολιτικής γλώσσας από την ποίηση

Τα φαινομενικό σημείο αντιπαράθεσης ήταν αν στην πρώτη στροφή του Εθνικού Ύμνου αναφέρεται η «βία» ή «βιά», «βια», βιασύνη. Στην πορεία έγινε σαφές ότι όλες οι έγκριτες εκδόσεις του Σολωμού, από τον Πολυλά μέχρι την Προεδρεία της Δημοκρατίας, έχουν την πρώτη.

Όχι ότι αυτό δεν έχει τη σημασία του. Σε επίπεδο εντυπώσεων όμως. Σχετικά με τον ΣΥΡΙΖΑ είχε χυθεί πολύ μελάνι για ευθύνες που δεν είχε, για το κάψιμο της ελληνικής σημασίας ή του κουβούκλιου στον Άγνωστο Στρατιώτη. Αυτά τώρα θα συμπληρώνονταν από την κατάπτυστη αμάθεια, την άγνοια του ίδιου του Εθνικού Ύμνου.

Άνοιξαν μια παγίδα, έπεσαν οι ίδιοι μέσα.

Το πραγματικό διακύβευμα όμως ήταν άλλο. Η πραγματική δύναμη που είχαν, εν τέλει, οι τέσσερις αυτοί στίχοι να επανακτήσουν το νόημα τους, το αφυδατωμένο από σχολικές εορτές και διεθνείς ποδοσφαιρικές αναμετρήσεις, και να αμφισβητήσουν τον κυρίαρχο λόγο της εξουσίας και των κεντρικών μέσων μαζικής ενημέρωσης.

«Είναι κακό σημάδι όταν οι πολιτικοί και οι πολιτικοποιημένοι δεν θέλουν να ακούν να γίνεται λόγος για τη λογοτεχνία, κακό σημάδι κυρίως για αυτούς, επειδή δείχνουν ότι φοβούνται κάθε χρήση της γλώσσας που θέτει υπό αμφισβήτηση τη βεβαιότητα του δικού τους γλωσσικού κώδικα»: μια διεισδυτική παρατήρηση του Ίταλο Καλβίνο σε μια ωραία ομιλία του στη Μασαχουσέτη το 1976 για τις «Ορθές και εσφαλμένες πολιτικές χρήσεις της λογοτεχνίας», που μας έχει παρουσιάσει ο Θανάσης Γιαλκέτσης.

Η λέξη «βία» κυριάρχησε στο πολιτικό λεξιλόγιο του συστήματος εδώ και τρία χρόνια, από την εποχή του άρθρου 16 και από τις μέρες που η ριζοσπαστική Αριστερά εισέρχεται δυναμικά στο πολιτικό σκηνικό με μια νέα κινηματική λογική.

Όχι ότι δεν υπήρχε και δεν υπάρχει πρόβλημα βίας στο χώρο των πολιτικών δράσεων. Όμως το «αποκηρύξτε τη βία» ήταν η πρόταση-κλειδί για να αποκηρύξει η Αριστερά την κινηματική λογική, να αποδεχθεί τη λογική του αυταρχισμού και της αναθεώρησης του Συντάγματος, να παραιτηθεί από το αίτημά της να αναζητηθούν οι αιτίες της εγκληματικότητας, της βίας, του θανάτου ακόμη, που αφορά στη νεολαία στον κυνισμό της εξουσίας, στη φτώχεια, στην ανεργία, στη σχολική διαρροή, στην οικογενειακή παθολογία. Το 2008 κανένας θάνατος από πολιτική βία. Σχεδόν 2.000 θάνατοι από ναρκωτικά, αυτοκτονίες, εργατικά ατυχήματα.

Για αυτό και η γελοία άποψη ότι αν υποστηρίζεις ότι ο Σολωμός γράφει «βία», ότι δεν εννοεί «βιασύνη», τότε σημαίνει ότι τάσσεσαι με τα μολότοφ.

Το καλό είναι ότι μετά τον πρώτο κύκλο της ποδοσφαιρικής προσέγγισης ακολούθησε ένας δεύτερος κύκλος, με αντεγκλήσεις πάλι, αλλά σοβαρού προβληματισμού. Κανένας δεν περίμενε ότι η αναφορά ενός σύντομου αποσπάσματος στη Βουλή θα μπορούσε να πυροδοτήσει μια τόσο ευρεία και μαχόμενη συζήτηση για τους πιο γνωστούς και πολυτραγουδισμένους στίχους στη χώρα μας και να αναδείξει τέτοιο χάσμα ερμηνειών.

Αξίζει να αναφέρει κανείς τον χώρο που έγινε, εξ όσων γνωρίζω, η πιο ενδιαφέρουσα και σοβαρή συζήτηση [στο ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου].

Έτσι, αν κάποιος υποστηρίζει ότι ο Σολωμός έγραφε και εννοούσε «βία» δεν σημαίνει ότι τάσσεται με τη βία. Ή, αν η άλλη πλευρά υποστηρίζει ότι ο Εθνικός Ύμνος γράφτηκε για να κάνουμε τα πράγματα βιαστικά, δεν σημαίνει ότι είναι αμέτοχος των ευθυνών για τη βία στη σημερινή κοινωνία.

Στην πραγματικότητα, αυτό που αμφισβητήθηκε είναι ο κατεστημένος πολιτικός λόγος, ο αλλοτριωμένος, o απολιθωμένος, ο κατασταλτικός λόγος. Ο λόγος που, ακριβώς γιατί υπερασπίζεται την αποξένωση των λέξεων από τα ζωντανά τους νοήματα, από το βίωμα και τη σκέψη, οδηγεί στην επιβολή-υποταγή, στη μια και κυρίαρχη άποψη, στη γλώσσα και τη δύναμη των κρατούντων.

Αντίθετα, ο απελευθερωτικός λόγος της ποίησης απενοχοποιεί τις λέξεις, αποκαθιστά τον διάλογο, εμπνέει τη σκέψη και την έρευνα, προσεγγίζει το βάθος και τις αντιθέσεις των πραγμάτων και επιτρέπει μια δράση έξω από τους περιορισμούς του συστήματος. Τη σχέση ελευθερίας και γλώσσας την έχει επισημάνει πολύ έντονα ο Σολωμός: «Μήγαρις έχω άλλο στον νου μου, πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;».

Αλλά με τέτοιο πάθος δεν υποστήριξαν την άποψή τους για τον «βιαστικό» Σολωμό. Υποστήριζαν τους κώδικες και τη γλώσσα του συστήματος, που δεν μπορεί να αντέξει ούτε τον εθνικό ποιητή του αν σπάει αυτούς τους κώδικες.

Mε εξαίρεση τους ειδικούς και τους λάτρεις της ποίησης, δεν έχουμε συνηθίσει τόσος πολύς κόσμος να έρχεται σε επαφή με το μεγαλείο και τον τρόμο του Ύμνου εις την Ελευθερίαν. Ο εικοσιπεντάχρονος Σολωμός, γεννημένος μπάσταρδος, αλκοολικός και δικομανής στο τέλος του ακραίου βίου του, ο συγκλονιστικός αυτός διανοητής, ο ποιητής του ανεξαρτοποιούμενου έθνους, βγάζει από την Κέρκυρα τη γλώσσα στους σημερινούς σοφολογιώτατους των συγκροτημάτων, επαναλαμβάνοντας ότι: Ναι, η βία είναι η μαμή της ελευθερίας.

Κάποιοι, μπερδεύοντας το 1820 με το 2000, φαίνεται να φοβήθηκαν ότι το βάρος των στίχων του δεν θα μπορούσαν να τον αντέξουν ούτε οι τοίχοι των Εξαρχείων: «Δυστυχιά του, ω δυστυχιά του, / Οποιανού θέλει βρεθή / Στο μαχαίρι σου αποκάτου / Και σ’ εκείνο αντισταθή/ […] Ερμιά, θάνατος και φρίκη / Όπου επέρασες κι εσύ […]» .

Η ποίηση του Σολωμού αντιστέκεται και αποδομεί τον λόγο της εξουσίας.

Δ. Η πολιτική ερμηνεία της ποίησης

Προέκυψε κι άλλο ένα θέμα. Μπορεί η πολιτική να έχει τη δική της στιγμή συνάντησης με την ποίηση αδιαμεσολάβητα; Ή έχει την υποχρέωση να προσαρμοσθεί στη γνώμη των ειδικών, αν και μεταξύ τους έχουν αγεφύρωτες διαφορές πολλές φορές.

Καθηγητές του πανεπιστημίου, λογοτεχνικοί κριτικοί, συγγραφείς περιόρισαν το θέμα στο νόημα της λέξης «βία», αναφέροντας την επτανησιακή διάλεκτο, τα ιταλικά, την Κέρκυρα και οπωσδήποτε τον Μπαμπινιώτη.

Είναι έτσι, όμως; Ερμηνεύεται η ποίηση λέξη-λέξη και μετά βγαίνει το άθροισμα των ερμηνειών, κι έτσι μέσα σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να κινηθεί η πολιτική με κόσμιο και καθωσπρέπει τρόπο, όπως όταν σεμνά παρακολουθεί θεατρικές πρεμιέρες δίπλα στις celebrities της διανόησης;

Λέει πολλά ενδιαφέροντα για αυτό ο Ελύτης στην ομιλία του κατά την παραλαβή του βραβείου Νόμπελ: Ο Διονύσιος Σολωμός κατάφερε «να δραστηριοποιήσει όλες τις δυνατότητες του γλωσσικού οργάνου στην κατεύθυνση του θαύματος». «Η ποίηση εγείρεται στο σημείο που ο ορθολογισμός καταθέτει τα όπλα, για να αναλάβει εκείνη να προχωρήσει στην απαγορευμένη ζώνη». «Εάν η γλώσσα αποτελούσε απλώς ένα μέσο επικοινωνίας, πρόβλημα δεν θα υπήρχε. Συμβαίνει όμως να αποτελεί και εργαλείο μαγείας και φορέα ηθικών αξιών». Κι απευθυνόμενος στους ξενόγλωσσους ακροατές του εξ ονόματος των ελλήνων ποιητών, «Σας γνωρίζουμε και μας γνωρίζετε από το είκοσι ή έστω το τριάντα τοις εκατό που απομένει ύστερα από τη μεταγλώττιση».

Το θαύμα δεν ερμηνεύεται. Και η μεταγλώττιση είναι ακριβώς η ερμηνεία σε μια άλλη γλώσσα και κάτι παραπάνω γιατί είναι και αυτή ποίηση. Και κανείς δεν έχει δικαίωμα να διαγράψει το υπόλοιπο εβδομήντα ή ογδόντα τοις εκατό του Καρυωτάκη ή του Ρίτσου.

Η άποψη του Ελύτη στηρίζεται σε όλη τη γλωσσολογία. Από τον Σωσύρ, με τη γλωσσολογική μονάδα ως μια ενότητα διπλής όψης, με το σημαίνον και το σημαινόμενο, την ακουστική αναπαράσταση και τη σημασία. Τον Μπαρτ για τους δύο παράλληλους χώρους στη γλώσσα. Τον Μπενβενίστ για τις διαφορετικές σημασίες μιας λέξης, απομονωμένης ή στο πλαίσιο μιας πρότασης. Tον Λακάν με την αυτονομία της γλώσσας από το νόημα και την αντίσταση της ποίησης στη νοηματοδότηση. Μέχρι τον Τσμόσκυ με τη δομή επιφάνειας και βάθους.

Οι «σολωμιστές» –ένας όρος που αγνοούσα μέχρι πριν λίγες ημέρες– για τις νύχτες που ανέλυαν τον ζακυνθινό ποιητή έχουν την πλήρη εκτίμησή μας. Δεν μπορούν όμως να επιβάλλουν την ερμηνεία τους. Ούτε καν ο ίδιος ο ποιητής θα μπορούσε.

Η πολιτική συναντάται με την ποίηση με τους δικούς της όρους. Όπως και ο έρωτας. Ποιος «ελυτιστής» μπορεί να υπαγορεύσει στον ερωτευμένο φοιτητή τη σημασία των στίχων του Ελύτη «Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη, / Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα»; Ποιος καβαφιστής το «Και σαν σωθήκαν τ’ ακριβά πιοτά, / και σαν πλησίαζε πια η ώρα τέσσερες, / στον έρωτα δοθήκαν ευτυχείς»;

Μάθαμε ομαδικά τον Σολωμό στην πρώτη δημοτικού. Το πρώτο πράγμα που μας συνάρπαζε ήταν η κραυγή που βγάζαμε όλοι μαζί στην τονισμένη λήγουσα του «τρομερή» και «τα ιερά».

Η δική μου γενιά ξανασυνάντησε στα φοιτητικά της χρόνια τον Σολωμό. 17 Νοέμβρη 1973, πυροβολισμοί, νεκροί και τραυματίες, φόβος και γενναιότητα, πικρή κι ελπιδοφόρα αίσθηση της Ιστορίας. Καθηγητής μας ήταν ο Δημήτρης Παπαχρήστου, φοιτητής της ΑΣΟΕΕ, όταν έκλεινε την εκπομπή του σταθμού του Πολυτεχνείου απαγγέλλοντας τον Εθνικό Ύμνο.

Έτσι, αν θέλετε τον όρο, γίναμε κι εμείς «σολωμιστές». Μέσα στις συνθήκες τις πιο ακραίας πολιτικής βίας που έχουμε στην εμπειρία μας.

Και τι παράξενο… Είχαμε δώσει εντελώς άλλο νόημα από τον ποιητή. Αν ο Σολωμός υποστηρίζει ότι μόνο με τη βία θα επικρατήσει η ελευθερία, η γενιά μου δήλωνε ότι για την ελευθερία είναι έτοιμη να υποστεί τη βία.

Ε. Η ποίηση για την Αριστερά

Το πρόβλημα λοιπόν, όπως μας το έθεσαν, είναι γιατί ασεβήσαμε. Γιατί παραβιάσαμε τα σύνορα μεταξύ πολιτικής και ποίησης. Γιατί τολμήσαμε να φέρουμε τον Εθνικό Ποιητή μέσα στο Εθνικό Κοινοβούλιο. Για μας, την Αριστερά, το πρόβλημα είναι ακριβώς το αντίστροφο. Γιατί τα σύνορα είναι τόσο αδιαπέραστα. Γιατί τείχη «ανεπαισθήτως έκλεισαν από τον κόσμο έξω», και την Αριστερά από τον κόσμο της ποίησης.

Το εγχείρημα της Αριστεράς δεν είναι ένα αποκλειστικά κομματικό εγχείρημα. Ως μόνο τέτοιο, θα αποτύχει. Είναι μια άλλη αντίληψη, φιλοσοφική, κοινωνική, οικονομική, πολιτιστική, αισθητική.

Σε πολλούς από εμάς, στην αργόσυρτη εφηβική τελετουργία μύησης στην Αριστερά δεν ακούγονταν κείμενα του Μαρξ και του Ένγκελς. Γινόταν απαγγελία στροφών του Χικμέτ και του Σεφέρη, ανάγνωση σελίδων του Σάλιντζερ και του Λουντέμη.

Όσο διαρρηγνύεται αυτή η συμβίωση, τόσο αφαιρείται το οξυγόνο από το εγχείρημα της αριστεράς. Η ποίηση, και γενικώς η λογοτεχνία και γενικότερα ακόμα η τέχνη, δεν είναι ο διάκοσμος σε ψηφοδέλτια. Δεν είναι μόνο η στράτευση δημιουργών ή δημιουργιών σε κάποιους μεγάλους στόχους. Είναι ζωτική διάσταση και για την πολιτική σύλληψη και επεξεργασία.

Όταν μετά τη δίνη του πολέμου ο Ελύτης αρχίζει να γράφει το Άξιον Εστί δεν απευθύνεται ούτε στον πολιτικό ούτε στον επιστήμονα για να μάθει πού είμαστε και πού τραβάμε. «Eξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις».

Σε αυτή την πλευρά, την εσωτερική ανάγκη της πολιτικής για την τέχνη, είναι σημαντικές οι επισημάνσεις του Ίταλο Καλβίνο στην ίδια ομιλία του: «Η λογοτεχνία είναι αναγκαία στην πολιτική πριν απ’ όλα όταν αυτή δίνει φωνή σε αυτό που δεν έχει φωνή, όταν δίνει όνομα σε αυτό που δεν έχει ακόμα όνομα και ειδικά σε αυτό που η πολιτική γλώσσα αποκλείει ή προσπαθεί να αποκλείσει […]. Η λογοτεχνία είναι σαν ένα αυτί που μπορεί να ακούει πέρα από εκείνη τη γλώσσα που κατανοεί η πολιτική. Είναι σαν ένα μάτι που μπορεί να βλέπει πέρα από τη χρωματική κλίμακα που αντιλαμβάνεται η πολιτική». Κι ακόμα, η λογοτεχνία διαθέτει την ικανότητα «για δημιουργία εκείνου του είδους προτύπων-αξιών που είναι ταυτόχρονα αισθητικά και ηθικά, θεμελιώδη για κάθε σχέδιο δράσης, ειδικά στην πολιτική ζωή».

Έχει μεγάλο κόστος η δυστοκία μας να επαναλειτουργήσουν οι συνάψεις Αριστεράς και τέχνης. Κι έχει μεγάλο τίμημα η αδυναμία μας να αντιδράσουμε στη δύναμη προσεταιρισμού της τέχνης που έχει το σύστημα — εξουσία, προβολή, χορηγία.

Οι ευθύνες βρίσκονται κυρίως σε μας, όσους ενεργοποιούμαστε στην Αριστερά. Βρίσκονται και στην άλλη όμως πλευρά, στην τέχνη: «Εξόριστε Ποιητή» σήμερα γιατί σωπαίνεις; Γιατί έχεις αποστρέψει το πρόσωπό σου; Βλέπεις «τα έθνη», «τα πελέκια» και «τους εμπόρους»; Βλέπεις τη «διαρκή επανάσταση»; Βλέπεις «τα αγόρια και τα κορίτσια»; Δεν συναισθάνεσαι ότι είναι δική σου η ευθύνη για να βλέπεις και να μας λες «την αλληλουχία των κρυφών νοημάτων»;

Γι’ αυτό λοιπόν εμείς, η Αριστερά, οφείλουμε να παραβιάζουμε συνεχώς τα σύνορα ποίησης και πολιτικής.

Γι’ αυτό χαρήκαμε με τον Δεκέμβρη, με τα χιλιάδες παιδιά που όχι μόνο βγήκαν στους δρόμους από το μηδέν αλλά κελάηδησαν με τα ευρηματικά τους συνθήματα, με τα δρώμενα στις πλατείες, με τα βίντεο.

Γι’ αυτό, μια κι όλες οι σκέψεις αυτές ξεκίνησαν από τον Σολωμό, αγωνιζόμαστε ο λαός και η νεολαία να δώσουν κάποτε τις δικές τους καινούργιες κι εντελώς απρόβλεπτες ερμηνείες στην ποίηση του. Κι οι λέξεις να πάρουν την εκδίκησή τους.

Δώστε τον Ύμνο στον λαό.