και θα γυρίσω την Κυριακή,
αν πάνε όλα καλά.
Πάω στην πορεία κι εγώ, κι εμείς.
Στην πορεία για τους μαθητές,
τους μαθητές που τους είπαν τρομοκράτες.
Αυτούς που τους λένε αλήτες…
Το θυμάστε το ποίημα. Ε?
Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΞΟΔΟΣ ΤΙΣ ΗΜΕΡΕΣ εκείνες έκαναν σύναξη μυστική τα παιδιά
και λάβανε την απόφαση, επειδή τα κακά μαντάτα
πλήθαιναν στην πρωτεύουσα, να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες
με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει: μια παλάμη τόπο κάτω από τ’ ανοιχτό πουκάμισο,
με τις μαύρες τρίχες και το σταυρουδάκι του ήλιου. Όπου είχε κράτος κι εξουσία η Άνοιξη.
Και επειδή σίμωνε η μέρα που το Γένος είχε συνήθιο να γιορτάζει τον άλλο Σηκωμό,
τη μέρα πάλι εκείνη ορίσανε για την Έξοδο.
Και νωρίς εβγήκανε καταμπροστά στον ήλιο, με πάνου ως κάτου απλωμένη την αφοβιά σα σημαία,
οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες.
Και ακολουθούσανε άντρες πολλοί, και γυναίκες, και λαβωμένοι με τον
επίδεσμο και τα δεκανίκια. Όπου έβλεπες άξαφνα στην όψη τους τόσες χαρακιές,
πού ‘λεγες είχανε περάσει μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα.
Τέτοιας λογής αποκοτιές, ωστόσο, μαθαίνοντες οι Άλλοι, σφόδρα ταράχθηκαν.
Και φορές τρεις με το μάτι αναμετρώντας το
έχει τους, λάβανε την απόφαση να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες,
με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει:
μία πήχη φωτιά κάτω απ’ τα σίδερα, με τις μαύρες κάνες και τα δόντια του ήλιου.
Όπου μήτε κλώνος μήτε ανθός, δάκρυο ποτέ δεν έβγαλαν.
Και χτυπούσανε όπου να ‘ναι, σφαλώντας τα βλέφαρα με απόγνωση.
Και η Άνοιξη ολοένα τους κυρίευε.
Σα να μην ήτανε άλλος δρόμος πάνω σ’ ολάκερη τη γη, για να περάσει η Άνοιξη
παρά μονάχα αυτός, και να τον είχαν πάρει αμίλητοι, κοιτάζοντας πολύ μακριά, πέρ’ απ’ την άκρη της
απελπισιάς, τη Γαλήνη που έμελλαν να γίνουν, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες,
και οι άντρες, και οι γυναίκες, και οι λαβωμένοι με τον επίδεσμο και τα δεκανίκια.
Και περάσανε μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα. Και θερίσανε πλήθος τα θηρία,
και άλλους εμάζωξαν. Και την άλλη μέρα εστήσανε στον τοίχο τριάντα.
Ο.Ελύτης
Είπαμε ότι ο τρομονόμος θα ποινικοποιήσει τους αγώνες,
μα μας λέγανε τρελούς, κινδυνολόγους κι άλλα τέτοια.
Πάλι.
Πρετεντέρηδες, Χρυσοχοΐδηδες και άλλοι…
Ηγεμών(ες) εκ Δυτικής Λιβύης
Άρεσε γενικώς στην Αλεξάνδρεια, τες δέκα μέρες που διέμεινεν αυτού, ο ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης
Αριστομένης, υιός του Μενελάου.
Ως τ’ όνομά του, κ’ η περιβολή, κοσμίως, ελληνική.
Δέχονταν ευχαρίστως τες τιμές, αλλά
δεν τες επιζητούσεν· ήταν μετριόφρων.
Αγόραζε βιβλία ελληνικά,
ιδίως ιστορικά και φιλοσοφικά.
Προ πάντων δε άνθρωπος λιγομίλητος.
Θάταν βαθύς στες σκέψεις, διεδίδετο,
κ’ οι τέτοιοι τόχουν φυσικό να μη μιλούν πολλά.
Μήτε βαθύς στες σκέψεις ήταν, μήτε τίποτε.
Ένας τυχαίος, αστείος άνθρωπος.
Πήρε όνομα ελληνικό, ντύθηκε σαν τους Έλληνας,
έμαθ’ επάνω, κάτω σαν τους Έλληνας να φέρεται·
κ’ έτρεμεν η ψυχή του μη τυχόν
χαλάσει την καλούτσικην εντύπωσι
μιλώντας με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά,
κ’ οι Αλεξανδρινοί τον πάρουν στο ψιλό,
ως είναι το συνήθειο τους, οι απαίσιοι.
Γι’ αυτό και περιορίζονταν σε λίγες λέξεις,
προσέχοντας με δέος τες κλίσεις και την προφορά·
κ’ έπληττεν ουκ ολίγον έχοντας
κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του.
Κ.Κ.
Σιχαίνομαι!
Τότε δεν είχαμε βέβαια ούτε τον Άδωνη που πούλαγε βιβλία,
ούτε την Κανέλη να το παίζει Κομμουνίστρια άπο τα γεννοφάσκια της.
Τότε ήταν και το ΚΚΕ από δω με μιαν έννοια.
Δεν μάλωνε ακόμα ο Μαΐλης με την ΚΝΕ για το αν θα διαλυθούν τα ΜΑΤ,
και πόσο αποπροσανατολιστικό είναι για το λαϊκό κίνημα και την λαϊκή οικογένεια, βεβαίως!
Υπήρχε και μια σοβαρή επιτροπή με κόσμο του ΚΚΕ για τα δημοκρατικά δικαιώματα κλπ.
Τι να λένε σήμερα!
Τι να λέει ο κόσμος των αγώνων, ο αριστερός κόσμος του ΚΚΕ,
ο κόσμος που πέρασε εξορίες και φυλακές,
που το ΚΚΕ μιλάει απλά για υπερβολή και δηλώνοντας νομιμοφροσύνη καλεί το κράτος
όσους έσπασαν τζαμαρίες να καταδικαστούν,
αλλά όχι υπερβολές!
Σήμερα σιχαίνομαι περισσότερο!
Επί Ασπαλάθων
Ήταν ωραίο το Σούνιο τη μέρα εκείνη του Ευαγγελισμού
πάλι με την άνοιξη.
Λιγοστά πράσινα φύλλα γύρω στις σκουριασμένες πέτρες
το κόκκινο χώμα κι ασπάλαθοι
δείχνοντας έτοιμα τα μεγάλα τους βελόνια
και τους κίτρινους ανθούς.
Απόμακρα οι αρχαίες κολόνες, χορδές μιας άρπας αντηχούν ακόμη …
Γαλήνη.
– Τι μπορεί να μου θύμισε τον Αρδιαίο εκείνον;
Μια λέξη στον Πλάτωνα θαρρώ, χαμένη στου μυαλού τ’ αυλάκια·
τ’ όνομα του κίτρινου θάμνου
δεν άλλαξε από εκείνους τους καιρούς.
Το βράδυ βρήκα την περικοπή:
«Τον έδεσαν χειροπόδαρα» μας λέει
«τον έριξαν χάμω και τον έγδαραν
τον έσυραν παράμερα τον καταξέσκισαν
απάνω στους αγκαθερούς ασπάλαθους
και πήγαν και τον πέταξαν στον Τάρταρο, κουρέλι».
Έτσι στον κάτω κόσμο πλέρωνε τα κρίματά του
ο Παμφύλιος Αρδιαίος ο πανάθλιος Τύραννος.
Πάει καιρός που πήρα την απόφαση να κρατηθώ έξω από τα
πολιτικά του τόπου. Προσπάθησα άλλοτε να το εξηγήσω αυτό,
δεν σημαίνει διόλου πως μου είναι αδιάφορη η πολιτική ζωή
μας. Έτσι, από τα χρόνια εκείνα, ως τώρα τελευταία, έπαψα
κατά κανόνα να αγγίζω τέτοια θέματα. Εξάλλου τα όσα
δημοσίευσα ως τις αρχές του 1967 και η κατοπινή στάση μου –
δεν έχω δημοσιεύσει τίποτε στην Ελλάδα από τότε που
φιμώθηκε η ελευθερία – έδειχναν, μου φαίνεται, αρκετά
καθαρά τη σκέψη μου.
Μολαταύτα, μήνες τώρα, αισθάνομαι μέσα μου και γύρω
μου, ολοένα πιο επιτακτικά, το χρέος να πω ένα λόγο για τη
σημερινή κατάστασή μας. Με όλη τη δυνατή συντομία, να τι θα
έλεγα:
Κλείνουν δυο χρόνια που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς
ολωσδιόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο
κόσμος μας και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας στον τελευταίο
παγκόσμιο πόλεμο. Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής
νάρκης, όπου όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να
κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε και
αυτές να καταποντιστούν μέσα στα ελώδη στεκούμενα νερά.
Δεν θα μου ήταν δύσκολο να καταλάβω πως τέτοιες ζημιές δεν
λογαριάζουν πάρα πολύ για ορισμένους ανθρώπους. Δυστυχώς
δεν πρόκειται μόνον γι’ αυτό τον κίνδυνο. Όλοι πια το
διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις διδακτορικές καταστάσεις
η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει
αναπότρεπτη στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μας
βασανίζει, συνειδητά, όπως στους παμπάλαιους χώρους του
Αισχύλου. Όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωράει το κακό.
Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό
δεσμό και, μπορώ να το πω, μιλώ χωρίς φόβο και χωρίς
πάθος. Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η
καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να
σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή.
Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ το Θεό να μη
με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω.
Ο.Ε.
Όλα αλλάζουν γύρω μας γρήγορα!
Δεν ξέρω πια ποια το νοιώθει.
Μας πολιορκεί η αγρίοτητα,
απέναντι στη Κωνσταντίνα,
απέναντι στον Ουαλίντ και τα άλλα παιδιά στην Γάζα,
απέναντι.
Τηλεοράσεις και ο πόνος περνάει με διαλείμματα διαφημίσεων.
Ανάμεσα στα σίριαλ και τις σαπουνόπερες.
Δελτία ειδήσεων τα λένε.
Τον Αλέξανδρο τον ξέχασαν;
Το κίνημα;
Είμαστε εδώ!
Πάω λοιπόν στην Λάρισα κι εγώ! Πάμε…
Κι ελπίζω να πάνε όλα καλά. Θα προσπαθήσω. Θα προσπαθήσουμε. Πάλι.
Έχουμε πολλά κουράγια ακόμα.
Θα είμαστε δίπλα με τον κόσμο που θα αντέξει στη πίεση. Που δεν θα μασήσει.
Που αντέχει την ποίηση.
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ
ΤΑ ΠΑΘΗ
ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΕΚΤΟ
ΠΡΟΦΗΤΙΚΟΝ
ΧΡΟΝΟΥΣ ΠΟΛΛΟΥΣ μετά την Αμαρτία που την είπανε Αρετή μέσα στις εκκλησίες και την ευλόγησαν.
Λείψανα παλιών άστρων και γωνιές αραχνιασμένες τ’ ουρανού σαρώνοντας
η καταιγίδα που θα γεννήσει ο νους του ανθρώπου.
Και των αρχαίων Κυβερνητών τα έργα πληρώνοντας η Χτίσις, θα φρίξει.
Ταραχή θα πέσει στον Άδη, και το σανίδωμα θα υποχωρήσει από την πίεση τη μεγάλη του ήλιου.
Που πρώτα θα κρατήσει τις αχτίδες του, σημάδι ότι καιρός να λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση.
Και μετά θα μιλήσει, να πει: εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;
– Βλέπω τα έθνη, άλλοτες αλαζονικά, παραδομένα στη σφήκα και στο ξινόχορτο.
– Βλέπω τα πελέκια στον αέρα σκίζοντας προτομές Αυτοκρατόρων και Στρατηγών.
– Βλέπω τους εμπόρους να εισπράττουν σκύβοντας το κέρδος των δικών τους πτωμάτων.
– Βλέπω την αλληλουχία των κρυφών νοημάτων.
Χρόνους πολλούς μετά την Αμαρτία που την είπανε Αρετή μέσα στις εκκλησίες και την ευλόγησαν.
Αλλά πριν, ιδού θα γίνουν οι ωραίοι που ναρκισσεύτηκαν στις τριόδους Φίλιπποι και Ροβέρτοι.
Θα φορέσουν ανάποδα το δαχτυλίδι τους, και με καρφί θα χτενίσουνε
το μαλλί τους, και με νεκροκεφαλές θα στολίσουνε το στήθος τους, για να δελεάσουν τα γύναια.
Και τα γύναια θα καταπλαγούν και θα στέρξουν.
Για να έβγει αληθινός ο λόγος, ότι σιμά η μέρα
όπου το κάλλος θα παραδοθεί στις μύγες της Αγοράς.
Και θα αγαναχτήσει το κορμί της πόρνης μην έχοντας άλλο τι να ζηλέψει.
Και θα γίνει κατήγορος η πόρνη σοφών και μεγιστάνων, το σπέρμα
που υπηρέτησε πιστά, σε μαρτυρία φέρνοντας.
Και θα τινάξει πάνουθέ της την κατάρα, κατά την Ανατολή το χέρι τεντώνοντας και φωνάζοντας:
εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;
– Βλέπω τα χρώματα του Υμηττού στη βάση την ιερή του Νέου Αστικού μας Κώδικα.
– Βλέπω τη μικρή Μυρτώ, την πόρνη από τη Σίκινο, στημένη πέτρινο άγαλμα στην πλατεία της Αγοράς
με τις Κρήνες και τα ορθά Λεοντάρια.
– Βλέπω τους έφηβους και βλέπω τα κορίτσια στην ετήσια Κλήρωση των Ζευγαριών.
– Βλέπω ψηλά, μες στους αιθέρες, το Ερέχθειο των Πουλιών.
Λείψανα παλιών άστρων και γωνιές αραχνιασμένες τ’ ουρανού σαρώνοντας η καταιγίδα
που θα γεννήσει ο νους του ανθρώπου.
Αλλά πριν, ιδού θα περάσουν γενεές το αλέτρι τους πάνω στη στέρφα γης.
Και κρυφά θα μετρήσουν την ανθρώπινη πραμάτεια
τους οι Κυβερνήτες, κηρύσσοντας πολέμους.
Όπου θα χορτασθούνε ο Χωροφύλακας και ο Στρατοδίκης.
Αφήνοντας το χρυσάφι στους αφανείς, να εισπράξουν αυτοί τον μιστό της ύβρης και του μαρτυρίου.
Και μεγάλα πλοία θ’ ανεβάσουν σημαίες, εμβατήρια θα πάρουν τους δρόμους,
οι εξώστες να ράνουν με άνθη το Νικητή. Που θα ζει στην οσμή των πτωμάτων.
Και του λάκκου σιμά του το στόμα, το σκοτάδι θ’ ανοίγει στα μέτρα του,
κράζοντας: εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;
– Βλέπω τους Στρατοδίκες να καίνε σαν κεριά, στο μεγάλο τραπέζι της Αναστάσεως.
– Βλέπω τους Χωροφυλάκους να προσφέρουν το αίμα τους, θυσία στην καθαρότητα των ουρανών.
– Βλέπω τη διαρκή επανάσταση φυτών και λουλουδιών.
– Βλέπω τις κανονιοφόρους του Έρωτα.
Και των αρχαίων Κυβερνητών τα έργα πληρώνοντας η Χτίσις, θα φρίξει.
Ταραχή θα πέσει στον Άδη, και το σανίδωμα θα υποχωρήσει
από την πίεση τη μεγάλη του ήλιου. Αλλά πριν, ιδού θα στενάξουν οι νέοι
και το αίμα τους αναίτια θα γεράσει.
Κουρεμένοι κατάδικοι θα χτυπήσουν την καραβάνα τους πάνω στα κάγκελα.
Kαι θα αδειάσουν όλα τα εργοστάσια, και μετά πάλι με την επίταξη θα γεμίσουν,
για να βγάλουνε όνειρα συντηρημένα σε κουτιά μυριάδες, και χιλιάδων λογιών εμφιαλωμένη φύση.
Και θα ‘ρθουνε χρόνια χλωμά και αδύναμα μέσα στη γάζα.
Και θα ‘χει καθένας τα λίγα γραμμάρια της ευτυχίας.
Και θα ‘ναι τα πράγματα μέσα του κιόλας ωραία ερείπια.
Τότε, μην έχοντας άλλη εξορία, που να θρηνήσει ο Ποιητής, την υγεία της καταιγίδας
από τ’ ανοιχτά στήθη του αδειάζοντας, θα γυρίσει για να σταθεί στα ωραία μέσα ερείπια.
Και τον πρώτο λόγο του ο στερνός των ανθρώπων θα πει, ν’ αψηλώσουν τα χόρτα,
η γυναίκα στο πλάι του σαν αχτίδα του ήλιου να βγει.
Και πάλι θα λατρέψει τη γυναίκα και θα την πλαγιάσει πάνου στα χόρτα καθώς που ετάχθη.
Και θα λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση, και θα σπείρουνε γενεές στους αιώνες των αιώνων!
ιβ΄
ΑΝΟΙΓΩ το στόμα μου * κι αναγαλλιάζει το πέλαγος
Και παίρνει τα λόγια μου * στις σκοτεινές του σπηλιές
Και στις φώκιες τις μικρές * τα ψιθυρίζει
Τις νύχτες που κλαίν * των ανθρώπων τα βάσανα.
Χαράζω τις φλέβες μου * και κοκκινίζουν τα όνειρα
Και τσέρκουλα γίνονται * στις γειτονιές των παιδιών
Και σεντόνια στις κοπέ * λες που αγρυπνούνε
Κρυφά για ν’ ακούν * των ερώτων τα θαύματα.
Ζαλίζει τ’ αγιόκλημα * και κατεβαίνω στον κήπο μου
Και θάβω τα πτώματα * των μυστικών μου νεκρών
Και το λώρο το χρυσό * των προδομένων
Αστέρων τους κό * βω να πέσουν στην άβυσσο.
Σκουριάζουν τα σίδερα * και τιμωρώ τον αιώνα τους
Εγώ που δοκίμασα * τις μυριάδες αιχμές
Κι από γιούλια και ναρκίσ * σους το καινούριο
Μαχαίρι ετοιμά * ζω που αρμόζει στους Ήρωες.
Γυμνώνω τα στήθη μου * και ξαπολυούνται οι ανεμοι
Κι ερείπια σαρώνουνε * και χαλασμέvες ψυχές
Κι απ’ τα νέφη τα πυκνά * της καθαρίζουν
Τη γη, να φανούν * τα Λιβάδια τα Πάvτερπνα!
ΙΖ΄
ΣΕ ΧΩΡΑ μακρινή και αναμάρτητη τώρα πορεύομαι.
Τώρα μ’ ακολουθούν ανάλαφρα πλάσματα
με τους ιριδισμούς του πόλου στα μαλλιά
και το πράο στο δέρμα χρυσάφισμα.
Μες στα χόρτα προβαίνω, με το γόνατο πλώρη
κι η ανάσα μου διώχνει απ’ την όψη της γης
τις στερνές τολύπες του ύπνου.
Και τα δέντρα βαδίζουν στο πλάι μου, εναντίον του ανέμου.
Μεγάλα μυστήρια βλέπω και παράδοξα:
Κρήνη την κρύπτη της Ελένης.
Τρίαινα με δελφίνι το σημάδι του Σταυρού.
Πύλη λευκή το ανόσιο συρματόπλεγμα.
Όθε με δόξα θα περάσω.
Τα λόγια που με πρόδωσαν και τα ραπίσματα έχοντας
γίνει μυρτιές και φοινικόκλαρα:
Ωσαννά σημαίνοντας ο ερχόμενος!
Ηδονή καρπού βλέπω τη στέρηση.
Ελαιώνες λοξούς με γαλάζιο ανάμεσα στα δάχτυλα
τους χρόνους της οργής πίσω απ’ τα σίδερα.
Και γιαλόν απέραντο, από μαγγανεία ωραίων ματιών βρεμένο,
τον βυθό της Μαρίνας.
Όπου αγνός θα περπατήσω.
Τα δάκρυα που με πρόδωσαν και οι ταπεινώσεις έχοντας
γίνει πνοές και ανέσπερα πουλιά:
Ωσαννά σημαίνοvτας ο ερχόμενος!
Σε χώρα μακρινή και αναμάρτητη τώρα πορεύομαι.
ΙΗ΄
ΣΕ ΧΩΡΑ μακρινή και αρυτίδωτη τώρα πορεύομαι.
Τώρα μ’ ακολουθούν κορίτσια κυανά
κι αλογάκια πέτρινα
με τον τροχίσκο του ήλιου στο πλατύ μέτωπο.
Γενεές μυρτιάς μ’ αναγνωρίζουν
από τότε που έτρεμα στο τέμπλο του νερού,
άγιος, άγιος, φωνάζοντας.
Ο νικήσαντας τον Άδη και τον Έρωτα σώσαντας,
αυτός ο Πρίγκιπας των Κρίνων είναι.
Κι από κείνες πάλι τις πνοές της Κρήτης,
μια στιγμή ζωγραφιζόμουν.
Για να λάβει ο κρόκος από τους αιθέρες δίκαιο.
Στον ασβέστη τώρα τους αληθινούς μου Νόμους
κλείνω κι εμπιστεύομαι.
Μακάριοι, λέγω, οι δυνατοί που αποκρυπτογραφούνε το Άσπιλο.
Γι’ αυτών τα δόντια η ρόγα που μεθά,
στων ηφαιστείων το στήθος και στο κλήμα των παρθένων.
Ιδού ας ακολουθήσουνε τα βήματα μου!
Σε χώρα μακρινή και αρυτίδωτη τώρα πορεύομαι.
Τώρα το χέρι του Θανάτου
αυτό χαρίζει τη Ζωή
και ο ύπνος δεν υπάρχει.
Xτυπά η καμπάνα του μεσημεριού
κι αργά στις πέτρες τις πυρρές χαράζονται τα γράμματα:
ΝΥΝ και ΑΙΕΝ και ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ.
Αιέν αιέν και νυν και νυν τα πουλιά κελαηδούν
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το τίμημα.
Καλή αντάμωση
Πρόσφατα σχόλια