Σήμερα, ισχυρίζομαι, μάλλον βάσιμα, πως κοιτώντας γύρω μου, μπορώ να αντιληφθώ τα κοινά χαρακτηριστικά και άρα την ύπαρξη μιας γενιάς ανθρώπων, που πάνω κάτω μπήκαν στο κίνημα την ίδια περίοδο, βιώνοντας σχεδόν τα ίδια, ιστορικά εν πολλοίς αδιέξοδα.
Ανέπνευσαν, μεγάλωσαν και εμπνεύστηκαν μαζί, μέσα στο no global, εδώ και παντού, και σήμερα από διάφορες πλευρές δρουν και επηρεάζουν κυρίως, και κάπως λιγότερο συνδιαλέγονται, αμφισβητούν, προβληματίζονται, προτείνουν και καμία φορά χάνουν.
Είναι η γενιά μετά την ήττα. Μετά την πτώση.
Πάτησε στα πόδια της ενώνοντας τις δυνάμεις της «διαπλανητικά»
Απέκτησε τσαμπουκά.
Έφτιαξε, χρησιμοποίησε και συντόνισε αλλήλους με νέα μέσα.
Αντιπληροφόρηση, Εναλλακτική πληροφόρηση, δίκτυα, λίστες, μπλογκς και τώρα πια τουίττερ, φλικ, γιου τιουμπ, φέισμπουκ και της Παναγιάς τα μάτια. Σόσιαλ μίντια!
Έδρασε με νέους τρόπους. Έψαξε νέα εργαλεία. Εφηύρε νέους όρους.
Και σίγουρα πήγε με την φόρα της.
Εκπόνησε σχέδια, στρατηγικές και τακτικές. Είδε τις μικρές μάχες σαν μεγάλες και όταν τις κέρδιζε νόμιζε πως ήταν έτοιμη για τις μεγάλες, χωρίς ποτέ να χει σκεφτεί καν, καμιά απ’ αυτές.
Κάποιοι έμοιαζαν να κερδίζουν, κάποιοι να χάνουν.
Είχε όμως την αδυναμία στο αίμα της.
Δεν είχε ζήσει ποτέ το μεγάλο όραμα.
Απλά εκεί που όλα ήταν χαμένα κατάφερε να επιβιώσει.
Να ενώσει τις δυνάμεις της και να πετύχει νίκες στα σημεία.
Να φτιάξει ένα παράλληλο σύμπαν αντίστασης και δημιουργίας.
Να πιστέψει στην ύπαρξή της. Έτσι μόνο για να καταφέρει να αναστοχαστεί.
Να καταπιεί και να χωνέψει τα λάθη των προηγούμενων.
Κάποιοι είχαν μείνει μαζί μας, κάποιοι από αυτούς μας στήριζαν. Κάποιοι μας δώσανε ότι είχανε κρατήσει. Μα όλοι είχαν βιώσει την κατάρρευση του ονείρου. Της μεγάλης αφήγησης.
Εμείς είπαμε μόνο πως χρειαζόμαστε και εμείς μια τέτοια, πως την λέτε, αφήγηση.
Και ξεκινήσαμε όλοι μαζί. Για που, προς τα που και με ποιους, τα βρίσκουμε ακριβώς στο δρόμο.
Προς το παρόν όλοι μαζί ενάντια στους κακούς.
Και βρήκαμε πολλούς στο δρόμο. Νέους και παλιούς.
Και εμφανιστήκαμε.
Δεν υπήρχαν άλλοι εναντίον τους.
Δεν υπήρχαν άλλοι που πίστευαν πως χρειάζεται μια νέα ανατροπή. Ένα νέο όνειρο.
Εμείς ήμασταν, εμείς εμφανιστήκαμε.
Τα φώτα έπεσαν πάνω μας.
Οι περισσότεροι δεν χαζέψαμε. Δεν θαμπωθήκαμε.
Σιγά τα φώτα εδώ που τα λέμε.
Ok ως εδώ.
Αλλά μετά πως στέκεσαι;
Πως κάνεις τα νέα μέσα, τα νέα εργαλεία, τις αξίες που κατάφερες να πιστέψεις επίκαιρες, πραγματικές, ύλη για το σήμερα;
Πως γεύεσαι στο σήμερα την γεύση του αύριο, όταν ο κόσμος είναι ακόμα γεμάτος από χτες;
Πως η χαρά και η θέληση θα νικήσουν την οργή και το θυμό;
Πως θα βαδίσεις με βήματα σταθερά, πως θα δεχτείς να κάνεις βήματα προς τα πίσω χωρίς να ‘χεις τα χέρια που σε κράταγαν;
Πως να αντέξεις να τα βάλεις με όλους;
Άντε τα βάζεις με τους κακούς. Με τους νικητές. Του αποτυχημένους.
Με τους ηττημένους όμως, πως τα βάζεις;
Πως τα βάζεις με αυτούς τους θεματοφύλακες, που τίποτα πια δεν πιστεύουν;
Δεν έχουν τίποτα να χάσουν. Έχασαν.
Έχασαν κάτι πιο μεγάλο από ότι εσύ φαντάστηκες.
Έχασαν μαζί με τους νεκρούς τους, και τις ιστορίες τους, με τα λάβαρα και τις σημαίες, με τα τραγούδια που είχαν νόημα όταν πήγαιναν από στόμα σε στόμα.
Φοβάμαι ώρες ώρες πως έχασαν και μαζί μας!
Αν είσαι άνθρωπος σε τρώει ο μηχανισμός, το λαμόγιο, ο συμβιβασμένος, ο ηττημένος.
Αν είσαι μηχανισμός, λαμόγιο, συμβιβασμένος; Αν ηττηθείς;
Μην μου πεις τότε πως είσαι άνθρωπος. Δικός μας.
Μην μου πεις πως δεν πρόλαβες κιόλας να την προδώσεις αυτή την μικρή ελπίδα, αυτή την τόση δα αφήγηση. Αυτή την γενιά!
Πρέπει να κρατήσουμε αδέρφια! Για να μην χάσουμε, για να μην προδώσουμε, κυρίως πρέπει να μείνουμε εδώ, να μείνουμε όλοι μαζί!
Να αναπνεύσουμε με τον κόσμο που επιλέγει το δίκιο κόντρα στ’ άδικο. Πως να το πω. Μ’ όσους και όσες είναι με τ’ αύριο κόντρα στο χτες. Με το όραμα κόντρα στην ήττα. Με τον δρόμο κόντρα στον συμβιβασμό. Με την αντίσταση ξανά.
Για δες.
Με όσους επιλέγουν την αντίσταση. Πάντα έτσι ήταν μάλλον. Αντίσταση το χτες και τ’ αύριο μαζί.
Να ζήσουμε με αυτούς και αυτές που δημιουργούσαν μεσ’ στην εξέγερση και όχι μ’ αυτούς που κατέστρεφαν.
Μ’ αυτούς που χτίζουν και όχι μ’ όσους γκρεμίζουν. Μέσα όμως. Εκεί. Στον δρόμο προτείνοντας. Που αλλού;
Το μόνο που μπορεί να κερδίσει νικητές και να ζωντανέψει ηττημένους είναι η ανάγκη μας να σταθούμε στα πόδια μας.
Η ανάγκη μας για αξιοπρέπεια.
Να σταθούμε όρθιοι με όνειρα γεμάτοι και να κοιτάξουμε μπροστά, την ώρα που ο αέρας πάλι θα μας φυσάει το πρόσωπο και εμείς θα νιώθουμε το χέρι του συντρόφου στο μπράτσο μας, την φωνή του στο αυτί μας.
Μόνο το θέλω μας έχουμε για να κερδίσουμε το αύριο.
Αυτό και την φαντασία μας.
Αυτό και την χαρά που πιστέψαμε μαζί σε κάτι.
Πως μπορούμε να φέρουμε μαζί, τον κόσμο ανάποδα.
Αυτό ήταν το όπλο μας από την αρχή.
Αυτό και η ανάγκη να πιστέψουμε σε μια σπιθαμή ουρανό καθάριο.
Η γενιά της Γένοβα είναι ακόμα εδώ. Κι είναι μαζί μας κι άλλες γενιές.
Θα βρούμε νέα τραγούδια να τραγουδήσουμε.
…
Όλα αυτά δεν ξέρω τι ήταν.
Σκέψεις άτακτες που βγήκαν κοιτώντας τις φωτογραφίες από την Γένοβα ή καλύτερα, πιο σωστά, από την Ανκόνα.
Θυμάμαι την νύχτα στο πλοίο.
Το γλέντι μόνο και μόνο επειδή πηγαίναμε με ψυχολογία επίθεσης.
Μετά οι καραμπινιέροι, η Μπουκαπόρτα, η επιστροφή, ο Τζουλιάνι.
Εκεί κόλλησα και με τον “μικρόκοσμο” του Χικμέτ ή κόλλησε αυτός σε μένα.
Και όπως πάντα το ένα φέρνει τ’ άλλο.
Καλά μας ταξίδια συντρόφια.
Para todos, todo – Για όλους, όλα
και η επιστροφή
Και να τι θέλω τώρα να σας πω
μες στις Ινδίες, μέσα στην πόλη της Καλκούτας
φράξαν το δρόμο σ’ έναν άνθρωπο
αλυσοδέσαν έναν άνθρωπο κει που εβάδιζε
Να το λοιπόν γιατί δεν καταδέχομαι
να υψώσω το κεφάλι στ’ αστροφώτιστα διαστήματα
Θα πείτε: «τ’ άστρα είναι μακριά
κι η γη μας τόσο δα μικρή»
Ε, το λοιπόν, ότι και να είναι τ’ άστρα
εγώ τη γλώσσα μου τους βγάζω
Για μένα το λοιπόν το πιο εκπληκτικό
πιο επιβλητικό, πιο μυστηριακό και πιο μεγάλο
είν’ ένας άνθρωπος που τον μποδίζουν να βαδίζει
είν’ ένας άνθρωπος που τώρα αλυσοδένουνε
Ναζίμ Χικμέτ, μεταφρ. Γ. Ρίτσου
Πρόσφατα σχόλια